Κύλησαν κανά δυο ώρες στην αμαλαϊά της παραβόλαςֹ τα πρόβατα ρούφηξαν όσο χορτάρι έβλεπαν τα μάτια τουςֹ ορισμένα σταμάτησαν να βόσκουν, κάποια τσιμπούσαν ανόρεχτα, άλλα τίναζαν το χιονόνερο από τα μαλλιά τουςֹ τότε πια ο αδερφός μου έκρινε πως ήρθε η ώρα να φύγουμεֹ μ’ ένα – δυο σιουρτά τα στέρφα μαζεύτηκαν σωρό και κίνησαν να διασχίζουν πάλι το σιτάρι, αργά βέβαια και νωχελικά τώρα γιατί ήταν βοσκησμέναֹ αραιά και πού άρπαζαν και καμιά τούφα σιταριού για επιδόρπιο.
Τις στιγμές εκείνες τα τζομπανόσκυλα που πήγαιναν μπροστά από το κοπάδι καμαρωτά – καμαρωτά χύθηκαν με μανία προς την κατεύθυνση του χωριού με αλυχτήματα ασταμάτητα, όχι τόσο αγριεμένα όμως όπως στη γρούσπα. “Άνθρωπο βάρεσαν τα σκυλιά, χαθήκαμε„ λέει ο αδερφός μου. Πράγματι ακούμε τότε τη σφυρίχτρα του αγροφύλακα και τις φωνές του “να μαλώσουμε τα σκυλιά να μην τον φάνε„ֹ
“Ποια κακιά οργή τον έφερε τον θεόβρετο με τέτοια παλιομέρα εδώ„ μουρμούρισε με πικραμένο παράπονο ο αδερφός μου καθώς έφευγε ασθμαίνοντας να τον προϋπαντήσει χουιάζοντας δυο – τρεις φορές τα σκυλιάֹ κι εκείνα τα πανέμορφα και χαρισματικά στολίδια του κοπαδιού, υπάκουσαν αμέσως στις εντολές του αφεντικού τους, έσκυψαν τα περήφανα κεφάλια τους κι έπιασαν την άκρη πεισμωμένα γιατί ο αδερφός μου τους αφαίρεσε το δικαίωμα να απωθήσουν τον ανεπιθύμητο επισκέπτη.
Είχαν, δεν είχαν προλάβει να βγουν από το σιτάρι καμία κατοστή πρόβατα, όταν κατέφτασε ο δραγάτης, ֹμόλις αντίκρισε το σταροχώραφο ν’ ασπρολογάει από τη στερφοκοπή έμεινε εμβρόντητος, άναυδος, ακίνητοςֹ και με το δίκιο του ο άνθρωποςֹ δυσκολευόταν να πιστέψει σ΄ αυτό που έβλεπαν τα μάτια τουֹδεν μπορούσε να διανοηθεί ότι εμείς θα “παίρναμε σβάρα„ το σπαρτόֹμέρα-μεσημέρι στα καλά καθούμενα, αυτό ήταν απ’ τα’ άγραφα ˙ να όμως που ήταν στα γραμμένα του αδερφού μου.
Ο αγροφύλακας ήταν από τη φύση του ήρεμος άνθρωπος, φιλικός με την οικογένειά μας, ανεκτικός σε μεγάλο βαθμό στις αποκοτιές του αδερφού μου και συγκαταβατικόςֹ η αγροζημία όμως που προξένησαν τα στέρφα τη μέρα εκείνη τον εξόργισε γιατί δεν περιοριζόταν μόνο στο ότι “έκαμαν χώμα„ το μισό σπαρτό κατατρώγοντάς τοֹτο χειρότερο ήταν ότι το καταβούλιαξαν με τις πατημασιές τουςֹεκείνο δε που άναψε την οργή του δραγάτη ηταν οι κατά συρροήν παραβάσεις του αδερφού μου ,ο οποίος “δε σιούραγε„ από απαγορευμένα και δεν είχε αφήσει σιτάρι για σιτάρι σ’ ολάκερο το βελανιδοδάσος, Προδρομίτικο και Αγραμπελιώτικο, που να μην το είχε ρημάξει στις άκρες του, δεν είχε αφήσει αβόσκητα ,ούτε το βοιδολίβαδα των κοινοτήτων αυτών.
Πάνω λοιπόν στο ξέσπασμα του θυμού του ο αγροφύλακας προσπάθησε να δώσει ιδεολογικές προεκτάσεις στο συμβάν εμφανίζοντας τον αδερφό μου ως σκληροτράχηλο ορεσίβιο , ως ασύδοτο άνθρωπο “που θέλει να ζήσει μόνο ο ίδιος„ που δε λογαριάζει περιουσίες , που δε δίστασε “να χαλάσει„ το μισό σπαρτό στερώντας το ψωμάκι από τη φαμίλια του φτωχού γεωργού…Κάποια στιγμή απευθυνόμενος προς εμένα με επέπληξε με το βλέμμα του και τον τόνο της φωνής του ˙“ και συ βρε διαβολάκι τέτοιος σαν τον αδερφό σου θα γίνεις ;ο πατέρας σας είναι άγιος άνθρωπος, ούτε μυρμήγκι δεν πατάει„ .
Ο εσαεί “αμετανόητος„ Σπύρος στην προσπάθεία του να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα άρχισε να λέει διάφορα: πως το χορτάρι της παραβόλας έτσι κι αλλιώς “χαμένο θα πήγαινε„ πως το πατημένο σιτάρι θα σηκωθεί γρήγορα κι ως το θέρο θα’ ναι μια χαρά ,αντί να ομολογήσει την παρανομία του και να δεσμευτεί πως στο μέλλον θα είναι πιο προσεκτικός και συγκρατημένος στις βοσκές του κοπαδιού. Η στάση του αυτή εξαγρίωσε τον άνθρωπο ,που όσο καλές προθέσεις κι αν είχε να “συμβιβαστούν τα πράγματα„ έτρεξε προς το κοπάδι “να κόψει„ πέντε – έξι πρόβατα, , να τα πάει στο χωριό προκειμένου ν’ αποδείξει “της αγροζημιάς το αληθές „, όπως συνήθιζαν δραγάτες και δασικοί και να τα κρατήσει σε ομηρία , ώσπου να εκτιμηθεί και πληρωθεί η ζημιά.
Τα στέρφα όσο γινόταν η φασαρία έμεναν ακίνητα και μάς κοίταζαν απορημέναֹ ο Φλώρος και ο Λιάπης κάθε φορά που ο δραγάτης ύψωνε τη φωνή του κάνοντας έντονες χειρονομίες, γρύλιζαν απειλητικά “στα νύχια στέκονταν„ κι ήταν έτοιμοι να του επιτεθούν, ενώ η Παρδαλή “φύλαγε με το μάτι της„ τον ενοχλητικό επισκέπτη. Μόλις λοιπόν αυτός πλησίασε το κοπάδι, τα στέρφα λάκισαν στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα σαν να μπήκε λύκος ανάμεσά τους. Αλήθεια ήταν ποτέ δυνατό βουνίσια θρέμματα να ανεχθούν στα καλά καθούμενα την παρουσία ξένου ανθρώπου ανάμεσά τους; Τα στέρφα δεν αναγνώριζαν πια ούτε τον πατέρα μας, ούτε τους άλλους τζιομπαναραίους των γαλαριών, αφού είχαν τόσους μήνες να έρθουν σ’ επικοινωνία μαζί τους. Τα στέρφα μόνο το Σπύρο είχαν σε εκτίμηση γιατί ήξεραν πως αυτός τα νοιάζονταν, τα πονούσε και τα υπεραγαπούσεֹ τα στέρφα ήταν η ζωή του και η λαχτάρα του.
Την ίδια στιγμή τα τζομπανόσκυλα εξοργισμένα από την “ύβρη„ του δραγάτη, που τόλμησε να κακοκαρδίσει το κοπάδι τους, δεν άντεξαν κι όρμησαν καταπάνω τουֹ η Παρδαλή τον άρπαξε από το σακάκι, ο Φλώρος και ο Λιάπης τον κύκλωσαν κραδαίνοντας τα σαγόνια με τα κοφτερά δόντια τουςֹ ο άνθρωπος πάνιασε από την τρομάρα τουֹ εγώ έσβησα από τη λαχτάρα μουֹ δε θα ήθελα ποτέ να βρεθεί άνθρωπος σε τέτοια περίσταση. Ως “από μηχανής θεός„ ο αδερφός μου με δυο – τρεις δρασκελιές βρέθηκε στο μέσο των σκυλιών και την ύστατη στιγμή έσωσε τον άτυχο αγροφύλακα ίσως και από το μοιραίο, έσωσε τον εαυτό του από τις τύψεις συνειδήσεως για ολόκληρη ζωή, έσωσε τη στάνη από δικαστικές περιπέτειες. Ο αγροφύλακας σαν συνήρθε από την εφιαλτική δοκιμασία, πήρε το δρόμο του γυρισμού για το χωριό εξοργισμένος στο έπακρο, εκτοξεύοντας κατά του αδερφού μου απειλές και θυμούς. Εμείς μείναμε να τον κοιτάζουμε άλαλοι και σκεφτικοί γιατί καταλαβαίναμε πως η πίκρα και η αγανάκτηση ενός ανθρώπου της εξουσίας ֹ προοιωνιζόταν τριβές για τις αρμονικές σχέσεις μας με τις τοπικές κοινωνίες του Προδρόμου και του Αγράμπελου, στις κοινοτικές εκτάσεις των οποίων βοσκούσαν τα κοπάδια μας.
Η μόνη απαντοχή σ’ εκείνες τις κρίσιμες στιγμές ήταν ο μπάρμπά-Αντρέας ο Τσελεπής , ένας γεωργός από τον Πρόδρομο που αποτέλεσε για μας τους ξενοτοπίτες “το πνεύμα του καλού„ τα χρόνια 1957-60 που ξεχειμάζαμε σ’ εκείνα τα μέρη. Ο μπάρμπα-Αντρέας λοιπόν με την πραότητα του, το ζυγιασμένο και συνετό λόγο του την έντιμη στάση ζωής του, τους απαλούς τόνους στις εκδηλώσεις του, τη μετρημένη κοινωνικότητά του, τη φερεγγυότητα στις συναλλαγές του, τη στοχαστική του διάθεση κυρίως όμως με τη βαθιά ανθρωπιά του, είχε αναπτύξει ισχυρούς δεσμούς φιλίας με τον πατέρα μου γιατί και αυτός διαπνεόταν από τις ίδιες αρχές και αξίες.
Για μάς τα παιδούρια ο μπάρμπα-Αντρέας ήταν η ενσάρκωση του “Αϊ-Βασίλη„ֹ πάντοτε ερχόταν στα κονάκια μας με γεμάτα χέρια ֹ καραμέλες, μπισκότα, “λίγο χαλβά„ στο χαρτί ֹ κυρίως όμως κουβαλούσε δεκάδες φυλλάδια τσιγαρόχαρτου και κάτι αρμάθες ξηρικού Προδρομίτικου καπνού, που μοσχοβολούσε από μακριά ֹ καθώς έβλεπα τον πατέρα και τον αδερφό μου ν’ απολαμβάνουν το λαθραίο με τέτοια αχορτασιά, βιαζόμουν να μεγαλώσω για εκείνον τον καπνό και μόνο. Άσβηστη όμως παραμένει για πάντα η εικόνα του σεβάσμιου εκείνου γέροντα “να ρίχνει κούνιες„ για χάρη μας με τεράστιες σαμαροτριχιές στις μετεωρισμένες βελανιδιές την άνοιξη ανάμεσα σε Σταυροπύλια και “Τρύπα μεγάλη„ και να μας κουνάει με υπομονή και έγνοιαֹ ζωντανή έχω επίσης και των παιδιών του Νίκου και Μπάμπη την εικόνα να βουτάνε τα κεφαλάκια τους μέσα στα ξεχειλισμένα από το γάλα καρδάρια και να ρουφούν αφρό και γάλα με μια ικανοποίηση άρρητη, παντελώς ανυποψίαστα για μελιταίους και άλλα “ηχηρά παρόμοια„ των ημερών μας.
Οι δικοί μου πάσχιζαν να αντισταθμίσουν την ανεκτίμητη προσφορά του με κανένα τομάρι τυρί, δυο-τρεις χεριές τσάι της Πίνδου, λίγο γάλα τις Απόκριες και τη Λαμπρή. Κυρίως όμως με το γρέκιασμα στα χωράφια του των κοπαδιών μας, των οποίων η κοπριά αποτελούσε πλούσιο λίπασμα. Ο μπάρμπα-Αντρέας ήταν ο καλύτερος πρεσβευτής μας στον Πρόδρομο και έχοντας καλές διαπροσωπικές σχέσεις με τους χωριανούς του κατόρθωσε να διαμορφώσει μια ευνοϊκή κοινή γνώμη για την πολύτεκνη οικογένειά μας, πράγμα που μάς βοήθησε “να φτιάχνουμε λιβάδι„ εύκολα, να μάς εμπιστευτεί ο κόσμος, να μάς ανεχθεί, να μάς συνδράμει με κάθε τρόπο, μα προπάντων να μάς σεβαστεί από κάθε άποψη. Κρίνω σκόπιμο να σημειώσω ότι από τα εφτά παιδιά της οικογενείας μας, τα πέντε είναι κορίτσια, ηλικίας τότε από πέντε μέχρι εικοσιπέντε χρόνων, που ήταν αναγκασμένα εκ των πραγμάτων να περιπλανώνται μέρα και νύχτα πολλές φορές στις πλαγιές και στις γρούσπες του απέραντου μα και τρομώδους βελανιδοδάσους με τα πρόβατα, τα γίδια, τ’ άλογα, με τη βαρέλα, με τα φορτώματα… ακόμη σήμερα αντηχεί σαν μακρινός απόηχος στ’ αυτιά μου η μόνιμη έγνοια της γιαγιάς μας: “τί νά ‘παθε εκείνη η κοπέλα, γιατί άργησε, για κρίνε (φώναξε) καμιά φορά„.
Έτσι λοιπόν που τα καταφέραμε την Κυριακή εκείνη με τον αγροφύλακα, ο αδερφός μου και εγώ, πάλι στον μπάρμπα-Αντρέα έπρεπε να καταφύγουμε για να αναλάβει ως “ειρηνικός μεσολαβητής„ να εκτονώσει την οργή του δραγάτη και να αποσοβήσει την καταγγελία του εις βάρος μας. Την ίδια συμπαράσταση μ’ αυτήν του μπάρμπα-Αντρέα βρήκαμε αργότερα 1962-68 στις Φυτείες Ξηρομέρου από την οικογένεια του κουμπάρου μας Βασίλη Κουτσομπίνα, του αποκαλούμενου “Λεβέντη„ , διότι όντως ο άνθρωπος αυτός ήταν λεβέντης στο παράστημα μα κυρίως λεβέντης στο ήθος και στη συμπεριφορά ֹ το σπίτι του δεν ήταν ανοιχτό μόνο σ’ εμάς, αλλά σε όλους τους νομάδες των Τζουμέρκων που διάβαιναν από το “Μαχαλά„ και ανέφεραν το όνομα του πατέρα μας.
(* Ο Νίκος Β. Καρατζένης, είναι εκπαιδευτικός και σήμερα ζεί στην Φιλιππιάδα Πρεβέζης. Συνεργάζεται με λογοτεχνικά περιοδικά και έχει εκδώσει ποιήματα και μελέτες για τους «νομάδες κτηνοτρόφους»).